- απάθεια
- Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία.
(Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων που συνδέονται με την ψυχολογική συμπεριφορά των υγιών ατόμων. Συχνά η α. συνοδεύεται και από αβουλία, που συνίσταται στη γενική παράλυση της ψυχικής δραστηριότητας. Χαρακτηριστικές ενδείξεις της πάθησης αυτής είναι ότι o ασθενής συνηθίζει να μένει σιωπηλός και αδιάφορος στα εξωτερικά ερεθίσματα και δεν παίρνει πρωτοβουλίες. Η α. μπορεί να θεραπευτείμε τη χορήγηση διεγερτικών της νευρικής δραστηριότητας φαρμάκων.
(Φιλοσ.) Η α. είναι η υπερνίκηση των παθών εκείνων που διαταράσσουν την πνευματική και ψυχική ισορροπία του ανθρώπου. Με βάση το φιλοσοφικό δόγμα των στωικών, πρωταρχικό ηθικό αίτημα των ανθρώπων θα πρέπει να είναι η ολοκληρωτική κατάπνιξη των άλογων ψυχικών παρορμήσεων και ενστίκτων τους, επειδή μόνο μέσα από τη χαλιναγώγηση των παθών εξαλείφονται οι αιτίες της ανθρώπινης δυστυχίας και αποκτάται η ευδαιμονία στη ζωή. Με την έννοια αυτή, το σπουδαιότερο ψυχολογικό γνώρισμα του σοφού ανθρώπου είναι η κατάσταση της τέλειας αταραξίας. Η θεωρία της α. των στωικών, που συνιστά την ακραία ηθική εκδοχή του δόγματος της μετριοπάθειας που πρέσβευαν οι περιπατητικοί, διατυπώθηκε και αναπτύχθηκε για πρώτη φορά από τον Στίλπωνα και αργότερα από τον Ζήνωνα (4oς-3oς αι. π.Χ.).
* * *η (AM ἀπάθεια)αταραξίααρχ.1. έλλειψη αίσθησης2. (στη φιλοσοφία των Επικούρειων και ιδιαίτερα των Στωικών) η εσωτερική ισορροπία, η γαλήνη του πνεύματος, η απελευθέρωση από τα πάθη, η πλήρης αυτοκυριαρχία3. απουσία παθήματος, κατάσταση χωρίς πόνο.
Dictionary of Greek. 2013.